Το Σάββατο 11 Ιανουαρίου ξεκινήσαμε τις συναντήσεις μας για το νέο έτος κόβοντας τη βασιλόπιτα των κατηχητικών μας σχολείων. Όμως, πώς ξεκίνησε το έθιμο αυτό με την πίτα-σύμβολο της Πρωτοχρονιάς;
Κατά παράδοση, όταν στη Βασιλεύουσα αυτοκράτορας ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, εξεστράτευσε κατά των Αβάρων στη Μικρά Ασία. Περνώντας από την Καισάρεια, στάθμευσε με τα στρατεύματά του και έστειλε τον αγγελιοφόρο του να ζητήσει ψωμί από τον Επίσκοπο, που ήταν ο παλαιός συμμαθητής του Βασίλειος. Εκείνος του έστειλε δύο κριθαρένια ψωμιά και μια Καινή Διαθήκη. Ο αγγελιοφόρος τα πήγε στον αυτοκράτορα και εκείνος μόλις είδε ότι τα ψωμιά ήταν κριθαρένια, τα επέστρεψε με δύο δέματα σανό.
Ο Βασίλειος αφού τα δέχτηκε, είπε στον αγγελιοφόρο "Πες του αυτοκράτορός μας, ότι εγώ αυτά που τρώγω του έστειλα, φαίνεται ότι και αυτός έκανε το ίδιο... Πάντως ευχαριστώ." Όσο δε για το βιβλίο της Καινής Διαθήκης και αυτό ο Ιουλιανός το επέστρεψε γράφοντας: "ἀνέγνων - κατέγνων". Ο Βασίλειος και πάλι το έστειλε γράφοντας "ἀνέγνως οὐκ ἔγνως, ἤ ἔγνως οὐ κατέγνως", δηλαδή "το διάβασες αλλά δεν το κατάλαβες, διότι αν το καταλάβαινες δεν θα το απέρριπτες".
Τότε ο αυτοκράτορας θύμωσε σφόδρα και ήθελε να καταστρέψει την Καισάρεια. Ο Επίσκοπος Βασίλειος γνωρίζοντας τη φιλοχρηματία του ενημέρωσε το ποίμνιό του και αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλα τα τιμαλφή, που είχαν για να τα προσφέρουν στον αυτοκράτορα και να γλιτώσουν την καταστροφή.
Όμως άλλα ο άνθρωπος σκέφτεται και άλλα ο Θεός κελεύει! Ο θάνατος του αυτοκράτορα απάλλαξε την ταλαιπωρία των χριστιανών. Τότε ο Βασίλειος επειδή ήταν αδύνατο να επιστρέψει στον καθένα το δικό του χρυσαφικό, είπε να φτιάξουν ψωμιά, να βάλουν από ένα χρυσαφικό μέσα και να πάρει ο κάθενας από ένα ψωμί.
Ω, του θαύματος! Ο καθένας πήρε το δικό του χρυσαφικό και τούτο αποδώθηκε στην χάρη του Θεού. Έτσι επικράτησε στη βασιλόπιτα η κάθε οικογένεια να βάζει διάφορα αντικείμενα και να δοκιμάζουν την επιθυμία τους, ποιος θα βρει το φλουρί.
Κατά παράδοση, όταν στη Βασιλεύουσα αυτοκράτορας ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, εξεστράτευσε κατά των Αβάρων στη Μικρά Ασία. Περνώντας από την Καισάρεια, στάθμευσε με τα στρατεύματά του και έστειλε τον αγγελιοφόρο του να ζητήσει ψωμί από τον Επίσκοπο, που ήταν ο παλαιός συμμαθητής του Βασίλειος. Εκείνος του έστειλε δύο κριθαρένια ψωμιά και μια Καινή Διαθήκη. Ο αγγελιοφόρος τα πήγε στον αυτοκράτορα και εκείνος μόλις είδε ότι τα ψωμιά ήταν κριθαρένια, τα επέστρεψε με δύο δέματα σανό.
Ο Βασίλειος αφού τα δέχτηκε, είπε στον αγγελιοφόρο "Πες του αυτοκράτορός μας, ότι εγώ αυτά που τρώγω του έστειλα, φαίνεται ότι και αυτός έκανε το ίδιο... Πάντως ευχαριστώ." Όσο δε για το βιβλίο της Καινής Διαθήκης και αυτό ο Ιουλιανός το επέστρεψε γράφοντας: "ἀνέγνων - κατέγνων". Ο Βασίλειος και πάλι το έστειλε γράφοντας "ἀνέγνως οὐκ ἔγνως, ἤ ἔγνως οὐ κατέγνως", δηλαδή "το διάβασες αλλά δεν το κατάλαβες, διότι αν το καταλάβαινες δεν θα το απέρριπτες".
Τότε ο αυτοκράτορας θύμωσε σφόδρα και ήθελε να καταστρέψει την Καισάρεια. Ο Επίσκοπος Βασίλειος γνωρίζοντας τη φιλοχρηματία του ενημέρωσε το ποίμνιό του και αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλα τα τιμαλφή, που είχαν για να τα προσφέρουν στον αυτοκράτορα και να γλιτώσουν την καταστροφή.
Όμως άλλα ο άνθρωπος σκέφτεται και άλλα ο Θεός κελεύει! Ο θάνατος του αυτοκράτορα απάλλαξε την ταλαιπωρία των χριστιανών. Τότε ο Βασίλειος επειδή ήταν αδύνατο να επιστρέψει στον καθένα το δικό του χρυσαφικό, είπε να φτιάξουν ψωμιά, να βάλουν από ένα χρυσαφικό μέσα και να πάρει ο κάθενας από ένα ψωμί.
Ω, του θαύματος! Ο καθένας πήρε το δικό του χρυσαφικό και τούτο αποδώθηκε στην χάρη του Θεού. Έτσι επικράτησε στη βασιλόπιτα η κάθε οικογένεια να βάζει διάφορα αντικείμενα και να δοκιμάζουν την επιθυμία τους, ποιος θα βρει το φλουρί.
Απόσπασμα από το περιοδικό "Η Ζωή του Παιδιού", Τεύχος 1337